-
1 καταδαπαναω
1) полностью тратить, до конца расходовать2) расточать(τέν οὐσίαν Arst.)
3) уничтожать(τὰ περιέχοντα τέν γῆν Arst.)
4) производить замену, заменять(τὸ στρωμάτων βάρος εἰς τὰ ἐπιτήδεια κ. Xen.)
См. также в других словарях:
καταδαπανώ — (AM καταδαπανῶ, άω) 1. ξοδεύω άσκοπα και ασυλλόγιστα, κατασπαταλώ (α. «καταδαπάνησε όλη την περιουσία τού πατέρα του στα χαρτιά» β. «κἄν μὴ καταδαπανήσωσι τὴν οὐσίαν», Αριστοτ.) 2. μέσ. καταδαπανώμαι, άομαι υποβάλλω τον εαυτό μου σε μεγάλες… … Dictionary of Greek